- εξαεριστήρας
- οόργανο ή μηχάνημα που προκαλεί απομάκρυνση του αέρα κλειστών χώρων με σκοπό την ανανέωσή του, την ψύξη κινητήρα κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εξαεριστήρας — Συσκευή που χρησιμοποιείται είτε για να δημιουργεί τεχνητή κίνηση του αέρα ή άλλων αερίων, είτε για τη μεταφορά στερεών υλών που έχουν κονιοποιηθεί (πριονίδια, αιθάλη κλπ.). Αποτελείται από έναν κινητήρα, έναν περιστρεφόμενο μηχανισμό στερεωμένο… … Dictionary of Greek
αεριστήρας — και αεριστής, ο [αερίζω] 1. συσκευή για την τεχνητή ανανέωση τού αέρα σε κλειστούς χώρους (ανεμιστήρας, εξαεριστήρας κ.λπ.) 2. μικρό παράθυρο και γενικά άνοιγμα, που διευκολύνει στον αερισμό ενός χώρου, όπου η διέλευση τού αέρα είναι δύσκολη ή… … Dictionary of Greek